Φίλε επετάξαν μας έξω που το παιχνίδι. Εσέναν άλλοι τζαι εμέναν άλλοι! Τζαι τζιαμέ που πάεις να κάμεις ένα βήμα, ο ίδιος ο σατανάς αρπάσσει σε με τα χέρια του και τραβά σε πίσω. Η φιγούρα που φοβάσαι από μωρό παιδί. Οι οφειλέτες. Πάντα η μάμα μου έλεε μου να μεν τζοιμούμαι με την πόρτα της ντουλάπας ανοιχτή γιατί εννα κατεβούν οι οφειλέτες. Πόθεν εννα κατεβούν; Που τον ουρανό; Μάμα σε ποιους χρωστούμεν; Μάμα σε ποιόν χρωστώ εγώ; Τι του χρωστώ; Την ψυσσιή μου; Διώ την...
Νοιώθω ένα χέρι να με κρατά που το σβέρκο, βάλλω ούλλη μου τη δύναμη να προχωρήσω μπροστά. Αν είμαι τυχερή και καταφέρω να κάνω ένα βήμα, το αόρατο χέρι με αρπάζει με τα μακριά του δάκτυλα και με μια γερή σπρωξιά με καθηλώνει στο πάτωμα. Τότε γίνομαι μικρή, πολύ μικρή. Προσπαθώ να βάλω τα χέρια μου μπροστά και να σηκωθώ, να σταθώ στα πόδια μου. Μα πριν προλάβω να κάνω την παραμικρή κίνηση με αρπάζει από τα μαλλιά και με σέρνει πίσω στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε η πάλη μας.
Τότε αυτό με την αύρα του νικητή ρίχνει το πιο ανατριχιαστικό, το πιο παρανοϊκό του γέλιο, στροβιλίζεται στον αέρα και ρίχνει μια πυκνή ομίχλη γύρω μου. Νοιώθω να βρίσκομαι σε μια χαοτική κατάσταση και να βουλιάζω... να βουλιάζω... να συρρικνώνομαι όλο και πιο πολύ. Μπαίνει στα μάτια μου, δεν μπορώ να δω τίποτα περισσότερο από τον λευκό χορό της. Κι όμως...βλέπω! Βλέπω την μορφή σου να έρχεται προς εμένα. Τι ευτυχία! Προχωράς προς το μέρος μου! Προχωράς κι έρχεσαι... έρχεσαι... έρχεσαι... μα δεν φτάνεις ποτέ... Απλώνω το χέρι μα πως να σε φτάσω...
Κι εγώ κάθομαι κατάχαμα, σαν ένα παιδί που μόλις του πήραν μέσα από τα χέρια το αγαπημένο του παιχνίδι, αυτό που ήταν όλος του ο κόσμος. Με ανακατεμένα μαλλιά και πρόσωπο βρεγμένο από τα δάκρυα, το μόνο που θέλω είναι ένα ζεστό καταφύγιο, να κάτσω εκεί και να κλάψω με όλη μου τη ψυχή για το χαμό του πολύτιμου μου παιχνιδιού.
Ξέρεις πως είναι... στέκεσαι μπροστά που ένα τοίχο ο οποίος εν έχει ούτε πόρτα, ούτε παράθυρα για να κρυφοκοιτάξεις, να δεις, να πάρεις ένα δείγμα για το πως είναι πίσω που τούτο το τοίχο. Τον τοίχο τον παλιότοιχο... ακούεις όμορφες μελωδίες τζαι στα ρουθούνια σου έρκεται μια μυρωδιά ευχάριστη. Είσαι σίγουρος πως πίσω που τούτο το τοίχο υπάρχει κάτι μαγικό, πέρα που την πραγματικότητα. Θέλεις να βουρήσεις με ούλλη σου τη δύναμη τζαι να περάσεις μέσα που τούτο το τοίχο, φτάνει να βρεθείς τζιαμέ. Με τη σύγκρουση το πιο πιθανό είναι να γεμώσεις μώλωπες, άτε να σπάσεις τζαι κανένα κόκαλο. Μητσί το κακό. Προς το παρόν έδωκα πας τον τοίχο αλλά εν νοιώθω να έσπασα τα μούτρα μου, μάλλον ένα κομμάτι εκατάφερε τζαι επέρασε όπως το φάντασμα μέσα, μόνο που εν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς γίνεται ποτζί.
.