Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Κυριακή πρωί


Όμορφη Κυριακή. Δροσιά.  Ο αέρας τις Κυριακές εν διαφορετικός, και ο ήλιος, και οι ήχοι γύρω μας.  Οι φωνές των παιδιών που παίζουν στην αυλή πριν το φαγητό, οι φωνές των μεγάλων που μαζεύονται για το κυριακάτικο τραπέζι είναι διαφορετικές.  Είναι πιο ήρεμα απ’ οτι τις άλλες μέρες.  Κυλούν πιο αργά. 
Έχω μια ηλιακτίδα.  Κάθετε πάνω στο γραφείο μου. Δεν είναι τεμπέλα σαν αυτές της Κυριακής.  Κουβαλά λουλούδια μαζί της, χρυσάνθεμα, που τα δίνει απλόχερα.  Τα κρατά στην άσπρη της ποδιά, είναι ντυμένη ενα άσπρο φόρεμα και έχει τα μαλιά της μαζεμένα. Με κοιτάζει με ενα παρακλητικό ύφος λες και θέλει να μου πει κάτι.  Με γυρτό το κεφάλι προς τα αριστερά σαν να μου δείχνει ποσο κουράστηκε μαζί μου. Πόσο κουράστηκε να μου υπενθυμίζει πως πρέπει να βρει τον ήλιο της, πως ο καθένας μας πρέπει να βρει τον ήλιο του.  Πως γίνετε ηλιακτίδα χωρίς ηλιο;  Χωρίς τον ήλιο της ούτε φως έχει, ούτε χρώμα, ούτε ζεστασιά μπορεί να δώσει.    Ούτε τον ιδιο της τον εαυτό δεν μπορεί να διατηρήσει.  Γιατί κλαίει συνέχεια και σβήνει τη φωτιά της σιγά σιγά.  Τόσο μικρή... ειμαι τόσο περήφανη που την έχω και την καμαρώνω... πρέπει να βρεί τον ήλιο της... έχει κάτι φτερά... πως να τα χρησιμοποιήσει όμως για να παει να τον βρει;

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Τα καινούρια μου παπούτσια


Ναι... αγόρασα παπούτσια για την δουλειά. Την πιο μαγική δουλειά του κόσμου... ναι...
Επήα τζαι εγόρασα γιατί είχαν χαλάσει τα άλλα μου... πόσον περπάτημα... να μας δει τζαι κανένας να νομίσει πως εν μας πληρώνουν... τς τς τς...
Που λες... αγόρασα παπούτσια...

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Να 'χα μια θάλασσα

Να 'χα μια θάλασσα έξω απ' το σπίτι μου
κι όποτε βρέχει να πετάω απ' το μπαλκόνι μου
κρατώντας το χέρι σου για πάντα
στις φραουλένιες πεδιάδες, στις γραμμικές κοιλάδες.
Κι όπως συγκρούεται ένα αεροπλάνο στο μυαλό μου
να γίνει το σώμα σου ένα με το δικό μου.

Φύλαξε τις εικόνες κι όλα όσα πιστεύεις
στο βιβλίο των ματιών σου είναι όλα αυτά που θέλεις.
Χρώματα απ' τον πόλεμο μιας υδατογραφίας
χρώματα αγάπης και χρώματα βίας
Θάψε τις κούκλες κι όλα τα πλαστικά σου όπλα
μαχαίρια, πιστόλια, κάθε είδους κόλπα.

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Με λένε Οδύσσεια

Όποιος δεν έχει τίποτα μονάχα αυτός ξέρει το τίποτα.
Καμιά κουβέντα από κανέναν άλλο.

                             ''... τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε... ''





Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Πώς έγινα έτσι...


Πως έγινα έτσι... πως εκατάντησα... έχουν δίκιο οι αναρχικοί που γράφουν στον τοίχο: "Θέλουν να κάνουν το μυαλό μας κομπόστα".  Βλέπω το να γίνεται.  Πως ήταν η ατάκα "I see dead people";  Που πότε έχασα την μιλιά μου; Που πότε σιωπώ αμα με προσβάλουν μες τα μούτρα μου;  Εγώ εν άφηνα τίποτε να πέσει κάτω, εκαθάριζα πριν καν προλάβε ο άλλος να πεί μισή κουβέντα για μένα.  Ήμουν ίσια, πάντα ήμουν ίσια... περήφανη... πως καταδέχομαι τωρά να χαμηλώνω το κεφάλι;  Τζαι όι μονο να το χαμηλώνω αλλά να θέλω να μιλήσω και αντί για τούτο να βγαίνουν λυγμοί και να προσπαθώ να συγκρατήσω τα δάκρυα.  Εγώ! Ποιά είσαι εσυ κυρία μου; Α;  πέμου τι έκαμες στη ζωή σου που σε καθιστά ανώτερη που μένα. Τι έκαμες; Ξέρεις τον manager τζαι τον ιδιοκτήτη;  Αν είχα αρχίδια θα σου έλεα "Στ’ αρχίδια μου!" Αλλά εν έχω. 

Συγχαρητήρια! Μπήκες στο πνεύμα. Μην μιλήσεις γιατί κινδυνεύεις.  Εν αντροπή να μάθει ο προϊστάμενος σου ότι έχεις πρόβλημα, ή οτι έκαμες πρόβλημα στην κολλητή του αφεντικού.  Τούτη έχει άκρες παντού.  Ασε που εννα φάεις το βρισίδι της χρονιάς σου.  Ξιτιμάζει όπως τον φορτηγατζή γέρημη. Εγώ πότε εξίχασα τζείνα ούλλα τα ωραία που ήξερα;  Μάλλον έγινα πολλά καθως πρέπει.  Ήρεμα. Σκέφτου ότι η θεία σου που δουλεύκει πολλά χρόνια τζιαμέ εβοήθησε σε να έβρεις την δουλειά, εν κρίμα να την απογοητεύσεις. 

"Ατε κανεί να χαμογελάς! Ήντα μπου χαμογελας; Εννα φκάλεις τίποτε φωτογραφία;"  Μα γαμώ την ιστορία μου ρα σhύλλα εννα μεν χαμογελάσω στα πλάσματα όξα ετσακρισες που το κακό σου ρα μαλακισμένη που επήες κουνιστή λυγιστή να μιλήσεις του αράπη του σhεσολίρη τζαι έτυχε να τον ξερω τζαι εγώ τζαι εκαλοσώρισα τους μετά που σένα. Μαλακισμένη! Φοάσαι άμπα τζαι χάσεις που τες δημόσιες σχέσεις γαμώ την ιστορία σου; Έχεις τα πλακάκια με τον μάνατζερ τζαι εννα σου πιάσω τα πρωτεία στην μόστρα;  Νομίζεις χαλά με να μεν τους μιλώ τζαι να είμαι όπως νοιώθω; Αλλά αν είμαι όπως νοιώθω εννα μπω μέσα τζαι με το καλημέρα εννα μουπ πεις : "Νάμπον τζείνη η φάτσα;"  Ποθκιάντραπη! Καλά την έσhεις! Να δούμε πόσα πιττατζιάζεις.  Πέρκι να έσhεις τζαι μετοχές! Γαμώτο! Τωρά τζαι αν την εφάμεν!

Κάθετε τζαι σχολιάζει τζιόλας τζαι λαλεί της άλλης: "Ένι μπορώ την βλακεία."  Α;; ακουσα καλά;; εν σε μένα που επήενε τούτο; Ενι ξέρω αλλά ενευρίασα τζαι αντί να πολοηθώ έσκασα! Όι ρε γαμώτο! Έσκασα! Τζαι εν της έσυρα την μπασκέτα με τα ποτήρια πας την κελλέ της γαούρας. Που νομίζει ότι κρατά τον θεό που τα αρχίδια!  Τι είσαι μάναμου;  Ποιά είσαι;  Ε ρε τζαι να ‘χα την δύναμη να της τα πω.  Αλλά κατι ξερουν τζαι οι άλλοι που δουλεύκουν τόσα χρόνια μαζί της. Εμάθαν να σκάζουν τζαι περνουν.  Τζαι τζείνο που εν κάμνω καθόλου χάζι, εν ότι η διασκέδαση τους τζαι τα αστεία τους με τες άλλες ενι να ξιτιμάζουντε τζαι χασκογελούν οι κάριες! Αν τες εκτιμά τζείνες πιο πολλά που μένα, με γειά της με χαρά της!  Ας γαμιέτε!      

Τωρά τι κάμνουμεν;  Το κέρατο μου.  Να μου ταράσσει τα νεύρα μου ο πελλός, να κλαίω όπως το μωρό τζαι να μεν έχω τη δύναμη να πάω να βοηθήσω της μάνας μου!  Εκουράστηκα! 

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Που είσαι; Που να παω;


Πότε εννα αλάξουν τα πράματα;  Τζείνα που εν ίδια εδώ και πολλά χρόνια;  Γιατί; Εγώ εν το αξίζω; Α; πέμου θεέ μου καλώ για τι αξίζω, για τι είμαι καλή;  Γιατί είμαι τόσα χρόνια μόνη μου; Γιατί όσο περνά ο καιρός να νοιώθω πιο μόνη μου;  Τούτον ήταν; Τόσα αξίζω;  Εν με θωρείς που έχω τόσα να δώκω;  Εβαρήθηκα! Που επήεν η αγάπη;

Γιατί κάθε μέρα να βλέπω ανθρώπους που ζητούν μόνο που μένα; Με μάτια γεμάτα αγωνία και απληστία;  Λες και φταιω εγώ για την ζωή που έζησαν. Λες και πρέπει εγώ να τους δώκω τζείνα ούλα που έχασαν. Μα που εννα τα έβρω; Λες τζαι πρέπει εγώ να έβρω τζείνα ουλλα τα κομμάθκια ενός γυαλιού που εν σπασμένο δαμέ τζαι πάρα πολλά χρόνια τζαι να τα συναρμολογήσω.  Αφού εξιχάσαμεν ήνταλως ήταν πριν. Λες και πρέπει να επανορθώσω εγώ για κάτι. Για τι όμως;  Αφήστε μου τζαι εμένα τίποτε... εν με θωρείτε;  Εν με λυπάστε;  Αλλά κοιτάζετε με τζαι μόνο περιμένετε. Εν με βλέπετε.  Εν με βλέπετε που κλαιω... ότι τζαι να νοιώσω κλαιω... σαν να είναι το μόνο πράμα που ξέρω να κάμνω.  Που να το ξέρετε εσείς όμως... Τούτο το μαξιλάρι αν είχε στόμα να μιλήσει ήταν να σας πει πολλά.  Πόσες φορές εσhιόνισε μέσα σε τούτο το δωμάτιο... πόσες νύχτες έκαμε νερά τζαι πλημμύρες χωρίς κανένας να πάρει χαπάρι.  Ετρέχαν τα νερά μες τον διάδρομο τζαι εφώναζα τους να με αφήκουν να φύω... εν θέλω να πνιώ!  Αλλά την άλλη μέρα τα ίδια πάλε... στρατιωτάκι... χωρίς να σε ρωτήσουν αν θέλεις να το κάμεις, αν μπορείς να το κάμεις. Πρέπει να το κάμεις! Αλλιώς τι θα είσαι; Ένα τίποτε!  Μόνο άμα δουν τα μάτια σου λιο κόκκινα κάμνουν πως ξαφνιάζουντε και την κάνουν με ελαφρά αλλά επιδεικτικά πηδηματάκια.  Πόσες φορές θέλω να τους φτύσω τα δάκρυα μες τα μούτρα τζαι να τους πω: δετε με!! Εγώ είμαι! Έτσι όπως εκατάντησα, έτσι όπως με καταντήσετε!  Πού να σταθώ... ποιαν πέτρα να έβρω να κουμπήσω...

Οι πιο δικοί μου άνθρωποι εν έχουν ιδέα τι περνώ.  Ούτε και θέλω να τους πω. Όσο πιο λία ξέρουν τόσο το καλύτερο. Θα έπρεπε να καταλάβουν όμως. Έπρεπε να καταλάβουν που μόνοι τους ότι είμαι αδύναμη. Ούτε έχω το κουράγιο να συζητήσω. Ότι είπαμε, είπαμε!  Που δαμέ τζαι δα ότι καταλάβει ο καθένας. Τζαι ας πράξει ανάλογα.  

Πόσο μόνη μου νοιώθω... εν τολμώ να πιαστώ που τίποτε.  Εν θέλω να πιαστώ που τίποτε.  θέλω κάποιος να με πιάσει εμένα.  Να πιάσει το χέρι μου και να με οδηγήσει κάπου που εν θα εμπορούσα να πάω μόνη μου.  Να με αγκαλιάσει και να νοιώθω ασφάλεια.  Να μου δώσει φτερά τζαι να μου εξηγήσει πως χρησιμοποιούνται.
Πότε εννα έρτεις να πάμε έξω να ακούσουμε μουσική;  Τζείνη τη μουσική που ξέρει μόνο ο ουρανός να παίζει το απόγευμα με το μαγικό βιολί του. Που ακολουθούν τα βουνά με τα κρουστά και ο ήλιος με την φανταστική μου κιθάρα.  Η θάλασσα με την μαγική της φωνή, τζείνη που φκαίνει που τα έγκατα της γης.  Τζείνη την μουσική που παίζουν τα φώτα της πόλης, τζαι παρακολουθούμεν τα που μακριά.  Ή την μουσική που απλώνεται στα στενά δρομάκια του χωριού και το πλακόστρωτο, ή την μουσική που τρέσhει που τη βρύση.      

Εκουράστηκα.  Για πόσο εννα αντέξω ακόμα;  Πόσον ακόμα; Πόσον δρόμο έχω;  Τα δάκρυα κρούζουν ούλλο μου το πρόσωπο. Σε λλίο ενα πιάσουν φωθκιά.