Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

Το κόκκινο μπαλόνι


Γράφω με το φως της αυγής.  Ξημερώνει ... για άλλη μια μέρα θα είμαι άυπνη. Προσπάθησα να κοιμηθώ αλλά πρώτα ήρθε ο λυγμός.  Αναπάντεχος, γρήγορος, ανέβηκε από το στομάχι και στάθηκε στο λακκάκι, εκείνο που έχουμε στο λαιμό.  Εκεί που κάθεται το μαργαριτάρι σαν φυλακτό.  Ύστερα τραντάχτηκε το σώμα μου ολόκληρο και το στήθος μου ανεβοκατέβαινε μανιασμένο λες και ένα μεγάλο τέρας πάλευε εκεί μέσα να λευτερωθεί. Τα μάτια στεγνά... τα δάκρυα στερέψανε... αλλά όχι… το τέρας έγινε βροχοποιός, έφερε ξανά τα δάκρυα στα μάτια μου.  Αλύπητα, στυγνά.

Δυστυχώς θυμάμαι την τελευταία φορά που έκλαψα έτσι.  Ένας άλλος διάολος ήρθε και έβαλε μια πλάκα στο στήθος μου που δεν με άφηνε να αναπνεύσω. Τρία μερόνυχτα δεν με είχε αφήσει σε ησυχία.  Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πως γλίτωσα τότε. Πως τα κοράκια με τα γαμψά νύχια δεν με έριξαν σε κάποιο άσπρο κελί.  Τότε ήταν διαφορετικές οι καταστάσεις, δεν ήταν το τέρας που πάλευε να λευτερωθεί αλλά ένα τέρας που πάλευε να μείνει. Από τότε πίστευα πως τίποτα και κανένας δεν θα μπορέσει ποτέ να με ρίξει έτσι.

Δεν το χωράει ο νους μου, το σώμα μου αρνείται να καταλάβει, η καρδιά δεν αποδέχεται.  Πως κάτι τόσο όμορφο καταντάει εφιάλτης, πως μια σκέψη γίνεται εμμονή, πως ένα όνειρο καταρρέει, πως τα σωθικά σου γίνονται ένα κουβάρι. 

Έλα και κάθισε για λίγο εδώ κοντά μου, πες μου ένα παραμύθι ν’ αποκοιμηθώ.  Χάρισε μου ένα χάδι, ψιθύρισε μου λόγια όμορφα, χίλιες φορές παραμύθια αφού την αλήθεια την ξέρει και ένα παιδί... τραγούδησε μου ένα νανούρισμα..."Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά..."  που μου ελάλεν η μάμα μου που ήμουν μωρό.  Έγινα μικρή...νομίζω πως μπορώ να χωρέσω στην αγκαλιά σου.  Το μαξιλάρι βράχηκε... και από τις δυο πλευρές. Θα είμαι πάντα σαν εκείνο το κοριτσάκι που κυνηγάει το κόκκινο μπαλόνι.

Ο βροχοποιός... ο πρώτος κεραυνός από μακριά ακουγότανε...διαμαντένιος ο ουρανός τ’ άστρα στα μάτια της γυαλίζανε... εκατάλαβες το ότι είπες έναν που τους πιο ρομαντικούς στοίχους που θα μπορούσες να πεις τζείνην την ώρα; Έπρεπε να σου το πω ότι νοιώθω σαν να με μαγέψανε... Θέλω να με κοιτάζεις πάντα με τζείνα τα μάτια τζαι τζείνο το χαμόγελο...  θέλω να σε έχω δίπλα μου, να μεν μου μιλάς, απλά να είσαι τζιαμέ...να σε νοιώθω...να σε αγγίζω... να σε αγκαλιάζω... Όταν με κοιτάς μ’ αυτά τα μάτια ο πόνος έστω και για λίγο σταματάει....

Το θέμα είναι πως όταν είμαι γύρω σου, κοντά σου, σου μιλάω, γελάμε, τα ξεχνάω όλα, γίνομαι άλλος άνθρωπος.  Από την πρώτη στιγμή όμως που συζητάμε να χωριστούμε σαν να αρχίζει η γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου.  Νοιώθω να λυγίζουν τα γόνατα μου όλο και πιο πολύ σε κάθε λέξη που λες και φεύγει, χάνεται, την παίρνει ο άνεμος, κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο που ξέρω ότι έρχεται η ώρα που θα σε κοιτάζω να φεύγεις.  Θα απομακρυνθούμε... από το πρώτο βήμα που κάνεις μακριά μου το νοιώθω... ένα κομμάτι ξεριζώνεται κάθε φορά από μένα και γαντζώνεται από πάνω σου. Το σέρνεις μαζί σου χωρίς να το καταλαβαίνεις.  Του δείχνεις τους δρόμους που οδηγούν στα λημέρια σου, στη θάλασσα σου, στο σπίτι σου, στο δωμάτιο σου. Και εγώ χαμηλώνω το κεφάλι και αποχωρώ... παίρνω τον δρόμο του γυρισμού...  Να ξέρεις ότι πάντα θα με έχεις μαζί σου, εγώ εδώ θα είμαι. Να προσέχεις.            

2 σχόλια:

TwistedTool είπε...

Τυχερός..

Τζιαι συ τυχερή που νιώθεις πράματα που πολύς κόσμος εν εκατάφερε να νιώσει τζιαι ίσως να μεν νιώσει ποττέ. Πράματα που οδηγούν σε ομορφκιές όπως τούτο που έγραψες. Που την άλλη, όμως, εν αξίζει να βασανιέσαι τόσο. Γιατί εν δοκιμάζεις να του πεις; Μπορεί να έshει θετικόν αποτέλεσμα στο κάτω κάτω. Αν εν αρνητικό, τουλάχιστον εννα ξέρεις.

Άτε, χαμογέλα. Πάει σου παραπάνω :)

Ρόκα είπε...

Ναι.. τυχερή! τυχερή που γνώρισα ετσι άνθρωπο, τυχερή που τελικά ερωτεύτηκα τον και τυχερή που ξέρει να εκτιμά αν και το αποτέλεσμα δεν ήταν το επιθυμητό αγαπητέ. Χαμογελώ όσο μπορώ! Να 'σαι καλά!