Όμορφη Κυριακή. Δροσιά.
Ο αέρας τις Κυριακές εν διαφορετικός, και ο ήλιος, και οι ήχοι γύρω
μας. Οι φωνές των παιδιών που παίζουν
στην αυλή πριν το φαγητό, οι φωνές των μεγάλων που μαζεύονται για το
κυριακάτικο τραπέζι είναι διαφορετικές. Είναι
πιο ήρεμα απ’ οτι τις άλλες μέρες. Κυλούν
πιο αργά.
Έχω μια ηλιακτίδα. Κάθετε
πάνω στο γραφείο μου. Δεν είναι τεμπέλα σαν αυτές της Κυριακής. Κουβαλά λουλούδια μαζί της, χρυσάνθεμα, που
τα δίνει απλόχερα. Τα κρατά στην άσπρη της
ποδιά, είναι ντυμένη ενα άσπρο φόρεμα και έχει τα μαλιά της μαζεμένα. Με
κοιτάζει με ενα παρακλητικό ύφος λες και θέλει να μου πει κάτι. Με γυρτό το κεφάλι προς τα αριστερά σαν να
μου δείχνει ποσο κουράστηκε μαζί μου. Πόσο κουράστηκε να μου υπενθυμίζει πως
πρέπει να βρει τον ήλιο της, πως ο καθένας μας πρέπει να βρει τον ήλιο
του. Πως γίνετε ηλιακτίδα χωρίς
ηλιο; Χωρίς τον ήλιο της ούτε φως έχει,
ούτε χρώμα, ούτε ζεστασιά μπορεί να δώσει.
Ούτε τον ιδιο της τον εαυτό δεν
μπορεί να διατηρήσει. Γιατί κλαίει
συνέχεια και σβήνει τη φωτιά της σιγά σιγά.
Τόσο μικρή... ειμαι τόσο περήφανη που την έχω και την καμαρώνω... πρέπει
να βρεί τον ήλιο της... έχει κάτι φτερά... πως να τα χρησιμοποιήσει όμως για να
παει να τον βρει;