Πρόκειται για μια πολλά όμορφη ιστορία. Τζείνη του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη και την ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη. Δύο άνθρωποι που, απ’ όσα κατάλαβα που τα λίγα ποιήματα τους που διάβασα και κάποια γράμματα, ένοιωσαν την έλξη, τον έρωτα, την αγάπη, την αρρώστια, την απαισιοδοξία, την λησμονιά, την άρνηση, ονειρεύτηκαν και αμέσως σκότωσαν τα όνειρα τους, πρόθυμοι να θυσιαστούν, πρόθυμοι να ζήσουν, πρόθυμοι να γελάσουν, πρόθυμοι να κλάψουν. Δραστήριοι σε κάποιες προσπάθειες μάλλον να ξεχάσουν, ή να ξεχαστούν καταπιέζοντας θέληση και συναισθήματα. Νοιώθοντας έντονα κατάφεραν και οι δυο να ξεδιπλώσουν τους εαυτούς τους και να τους καταγράψουν στο χαρτί με όμορφους στοίχους γεμάτους αισθήματα και συναισθήματα.
Ο ένας απαισιόδοξος και ματαιόδοξος. Ο Καρυωτάκης. Τελικά κατάφερε να οδηγήσει τον εαυτό του σε ένα τραγικό αδιέξοδο. Δημόσιος υπάλληλος, μετατίθεται συνεχώς από πόλη σε πόλη, σε μια Ελλάδα πολιτικά ασταθή που αλλάζει κάθε εννιά μήνες κυβερνήσεις. Τελευταία του μετάθεση στην Πρέβεζα. Μια πόλη που μίσησε, που προσπάθησε να πνιγεί στην θάλασσα της και τελικά αυτοκτόνησε εκεί μ’ ένα πιστόλι κάτω από ένα δέντρο.
Η Μαρία Πολυδούρη, μια κοπέλα που ζει μόνη της στην Αθήνα, σπουδάζει στην νομική, φεμινίστρια, ρομαντική, ενθουσιώδης και με δίψα για ζωή. Ερωτεύεται τον Καρυωτάκη και τα περισσότερα ποιήματα της μιλούν για την αγάπη της αυτή, την θέληση της, την απογοήτευση της, τα όνειρα της. Ζει στο Παρίσι για κάποιο διάστημα όπου και αρρωσταίνει με φυματίωση και επιστρέφει στην Ελλάδα για να αναρρώσει. Στο νοσοκομείο ζητά από έναν αφοσιωμένο θαυμαστή της να της χορηγήσει μορφίνη για να πεθάνει, όπως και έγινε...
Γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν... σε λίγους μήνες ο Καρυωτάκης έμαθε ότι πάσχει από σύφιλη και της ζήτησε να χωρίσουν. Η Πολυδούρη ήταν πρόθυμη να θυσιαστεί, να μείνει μαζί του και ας μην έκαναν παιδιά. Για αυτήν δεν ήταν καν θυσία, ήταν αυτό που ήθελε να κάνει, ήταν αυτό που ήθελε να ζήσει, που δεν ήθελε να αφήσει, που αγαπούσε, που ήθελε να στηρίξει, να βοηθήσει, να αγαπήσει όσο πιο πολύ μπορεί, να δώσει, να πάρει, να ξαναδώσει... Αυτός δεν δέχτηκε τη θυσία της, ήθελε γι΄ αυτήν να ζήσει, να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια... Ποιόν να παντρευτεί; Ποιόν να αγαπήσει; Με ποιόν να κάνει οικογένεια; Πως να ζήσει; Αφού όλος της ο κόσμος ήταν αυτός! Μέχρι την τελευταία της πνοή, το τελευταίο της γράμμα, το τελευταίο της ποίημα...
Η πρώτη μου επαφή με τη ζωή τούτων των δυο ανθρώπων ήταν μια σειρά της ΕΡΤ για τον Καρυωτάκη.
Και πρόσφατα αγόρασα ένα βιβλίο που περιέχει ποιήματα και γράμματα και των δυο όπου στον πρόλογο γράφει ότι το συγκεκριμένο
βιβλίο έγινε για να "ενώσει ποιητικά για πάντα δυο ανθρώπους, τους οποίους διάφορες καταστάσεις και συγκυρίες δεν επέτρεψαν να ενωθούν στη ζωή".
Μπορεί να εν σαν την ταινία με πρωταγωνιστές δύο ανθρώπους καθημερινούς, μορφωμένους, με ενδιαφέροντα, χωρίς να είναι ο κύριος Τέλειος και η κυρία Τέλεια, αντιθέτως... Έχτισαν μια σχέση μεταξύ τους αμοιβαίου σεβασμού και αγάπης για πάντα αν και ζούσαν μακριά ο ένας από τον άλλον. Το τέλος σίγουρα ήταν άδοξο... Ο ένας αυτοκτόνησε στα 32 του και η Πολυδούρη πεθαίνει, δυο χρόνια μετά, σ’ ένα νοσοκομείο στα 28 της. Άνθρωποι που τους άξιζε να ζήσουν μέχρι το τέλος τζείνο που ένοιωθαν, αφήκαν το παρατημένο να λήξει τόσο άδοξα... Και γιατί; Επειδή τζείνος ήταν απαισιόδοξος τζαι ματαιόδοξος όπως είπα τζαι πιο πάνω, είχε συνηθίσει στην μοναξιά του τζαι τη μιζέρια του... εν ξέρω τι να πω... Φυσικά κανένας εν μπορεί να ξέρει τι πραγματικά έγινε τζαι πως πραγματικά ένοιωσαν οι ίδιοι. Τούτη εν η ιστορία τους που την δική μου οπτική γωνιά, μπορεί να έγραψα και κάποια πράματα που εν ισχύουν, πιθανόν, τούτα εκατάλαβα όμως. Εξάλλου ο σκοπός της τέχνης είναι να προκαλεί συναισθήματα τζαι σκέψεις όποια τζαι αν είναι τούτα, εφόσον προβληματιζόμαστε τζαι ψάχνουμε το, κάτι σημαίνει.
Άμα τα σκέφτομαι νευριάζω κιόλας, ξέρω το, εν έχω δικαίωμα αλλά τούτο μου βκάλουν! Γιατί δυο νέοι άνθρωποι να παρατήσουν έτσι τη ζωή τους... ναι η ζωή ένεν μόνο έρωτας... αλλά ο έρωτας εν ζωή! Τζαι εν κρίμα, δύο πλάσματα γεμάτα ζωή, υγεία, αισθήματα, ούλλα τζιαμέ έτοιμα να τα χρησιμοποιήσουν, τραβούν πίσω τζαι παρατούν το... άμα το παραιτήσεις εννα σε παραιτήσει τζαι τζείνο τζαι εν τούτο που φοούμαι!
Η Πολυδούρη γράφει σε ένα γράμμα της προς τον Καρυωτάκη: "Είναι η μοίρα σου πολύ βαριά...αλλά, θεέ μου! Πόσο βαρύτερη είναι η δική μου...αν ήξερες... και να στεκόμαστε έτσι με άτονα τα χέρια εμείς με τη μεγάλη θέληση, μέχρι του σημείου να ζούμε μια ζωή τόσο τυραννική... να γινόμαστε τα παιχνίδια της κάθε μέρας που περνάει, της κάθε στιγμής".
Υ.Γ.: Νοιώθω πολλά μικρή για να μιλήσω και να κρίνω τούτους τους ανθρώπους και οποιονδήποτε. Ήθελα όμως να γράψω για τούτη την ιστορία... Και η φωτογραφία είναι από την παραλία σήμερα το πρωί!