Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Like a Rolling Stone

How does it feel,  που λαλεί τζαι ο Bob Dylan, to be on your own?  Να σου πω εγώ!  Επήα μόνη μου Μουζουράκη εψές στο Φρέντς.  Συνήθως βγαίνω μόνη μου όταν έχει κάποια συναυλία ή κάποιον τραγουδιστή που θέλω να δω και εν έχω παρέα.  Έτσι εψές επήα μόνη μου...  Ήταν τέλειος ο ταραμένος, είδα τον και άλλες φορές στην Αθήνα και πάντα ενθουσιάζει με.  Εν εμπορούσα όμως να απολαύσω τη παράσταση.  Έτυχε να στέκομαι μπροστά σχεδόν, μες τη μέση του μαγαζιού.  Και να περιτριγυρίζομαι που παρέες που χορεύκουν, παρέες που τραγουδούν δυνατά, μιλούν, γελούν.  Ζευγαράκια αγκαλιασμένα μπροστά μου, δίπλα μου.  Ένοιωθα τόσο σκατά που ήθελα να φύω.  Ήταν να φύω όμως και να χάσω έστω και ένα τραγούδι; Όοοοχι!!  Έμεινα να ακούσω τον πελλό, και συνήθως όταν είμαι σε κάποια συναυλία που μου αρέσκει είμαι με ένα χαμόγελο ως τα ‘φκιά,  εψές τα μούτρα εσέρνουνταν στα πατώματα και ελπίζω να μεν με είδε κανένας.  Μόλις ετέλιωσε το πρόγραμμα, ήμουν και νάκκο ζαλισμένη, εφκήκα έξω και ήθελα να βουρήσω και να φύω όσο πιο γλήορα γίνεται που τζιαμέ.

Όσο ήμουν μέσα ένοιωθα να είμαι μέσα σε ένα μικρό κλουβί, μόνη μου, εν εμπορούσα να ταράξω, τζιαμέ που εστάθηκα έμεινα ακίνητη για σχεδόν ούλλη τη  διάρκεια της νύχτας.  Μπροστά μου εστέκετουν ένας μεγαλόσωμος άντρας που με εμπόδιζε κιόλας να βλέπω αλλά εγώ έμεινα τζιαμέ.  Επροτιμούσα να με χώνει να μεν με βλέπει πολλύς κόσμος.  Και ενώ ήταν τόσο ωραία τα τραγούδια και ήθελα να χορέψω, να φωνάξω, να τραγουδήσω δυνατά, εν εμπορούσα!  Σαν να ήμουν διμμένη. Τούτο φυσικά εν θα με κάμει να μεν πηαίνω κάπου άμα θέλω.  Είχε φορά που επήα σε συναυλία στην Αθήνα μόνη μου και εγνώρισα μια παρέα τέεεελεια και επέρασα καταπληκτικά μαζί τους! Απλά νομίζω είμαστε νάκκο κομπλεξικοί στην Κύπρο.  Τεσπα.  Ένοιωθα χάλια εψές... Έκαμα 45 λεπτά να έρτω σπίτι...       

Υ.Γ: Πάλε κλαίουμαι.  Λαλείς τελικά να είμαι εγώ τζείνη που χρειάζεται ψυχολόγο;;

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Κόκκινο

Ακούω το κόκκινο της Θεοδοσίας Τσάτσου και χωρίς καλά καλά να καταλαβαίνω τι λεει ήρτε μου μια εικόνα.  Εγώ μες το αυτοκίνητο μου και γύρω μου ούλλα εν κόκκινα, τα αυτοκίνητα, τα φώτα, ο αέρας.  Εγώ είμαι τόσο θυμωμένη που περνώ μια διασταύρωση με κόκκινο.  Τρακάρω μετωπικά με ένα άλλο αυτοκίνητο και αμέσως μετά ανεβαίνω ψηλά και πετώ!  Μαζί μου παρασέρνω το δρόμο, τα φώτα της τροχαίας, τα φώτα του δρόμου, τα αυτοκίνητα.  Θερίζω δάση και ένα γήπεδο γεμάτο κόσμο μέσα στο οποίο μάλλον γίνεται κάποια συναυλία.  Τραβάω το καφέ χαλί της παραλίας κάτω από τα πόδια όσων βρίσκονται εκεί και τινάζω από πάνω του χαρούμενες παρέες.  Κάποιους που παίζουν με μια μπάλα, κάποιους που κάθονται γύρω από μια φωτιά όπου ένας παίζει μουσική με μια κιθάρα και οι άλλοι τραγουδούν και ένα ζευγαράκι ανάμεσα στα βράχια. 

Παρασέρνω τη θάλασσα και μαζί ένα ξύλινο καράβι σαν αυτό του Πήτερ Παν.  Πάνω του βρίσκονται παιδιά που γελούν, κοροϊδεύουν και παίζουν κάποιο κύριο με ένα ανατριχιαστικό γάντζο στο χέρι. Αυτοί βρίσκονται στη χώρα του Ποτέ... Του ποτέ δεν μεγαλώνω, ποτέ δεν αγχώνομαι, ποτέ δεν περνάω άσχημα, ποτέ δεν σταματώ να διασκεδάζω, ποτέ δεν σταματούν οι περιπέτειες μου, ποτέ κανένας δεν μου χαλά τα σχέδια, ποτέ δεν κάνω ότι θέλουν οι άλλοι, ποτέ δεν χάνω.

Βλέπω πίσω μου να με ακολουθούν οι άσπρες γραμμές του δρόμου που τραβούν σαν να ήταν σχοινιά έναν  πλανόδιο μουσικό και το πλήθος που έχει μαζευτεί γύρω του και χορεύει πάνω σε κάτι σκαλιά με φόντο μια άσπρη εκκλησία και στα πόδια τους απλώνεται η πόλη του φωτός.  Ξεσηκώνω ολόκληρες πόλεις και μαζί την βαβούρα τους.  Το μόνο που αφήνω πίσω είναι καταπράσινα λιβάδια και τα πουλιά που πετούν.  Αυτά δεν πιάνονται ούτε μπορώ να τα παρασύρω, αυτά έχουν φτερά...  Μπορούν να πετάξουν ελεύθερα, να σκίσουν τον άνεμο και να βρεθούν όπου γουστάρουν σε έναν ουρανό που δεν έχει όρια, δεν έχει σύνορα... μόνο χρώματα.  Τέλος σαν ένα μαύρο σεντόνι ξεστρώνω τον νυχτερινό ουρανό και παρασύρω μαζί μου τα αστέρια και το φεγγάρι. 

Αφού κατάστρεψα τα πιο ωραία πράγματα στη γη τα κλέβω και τα παίρνω μαζί μου στο ταξίδι που ακολουθεί, δεν ξέρω που πάει αλλά νοιώθω όμορφα καθώς πέφτω κατακόρυφα μέσα από αυτό το κόκκινο τούνελ, σίγουρα απομακρύνομαι από τη γη...σαν να πηγαίνω σε έναν άλλο κόσμο, σ’ ένα άλλο πλανήτη! Ναι!!  Σαν τον Μικρό Πρίγκιπα!  Που ζει μόνος του στον δικό του πλανήτη. Ναι!  Τι να τον κάνω αυτόν τον κόσμο που δεν μου προσφέρει τίποτα;  Αφού μπορώ τότε είναι καλύτερα εγώ και η μοναξιά μου να πάμε σε έναν άλλο πλανήτη. 

Σαν ξαφνικά η ταχύτητα με την οποία πέφτω στο κενό μέσα από το κόκκινο τούνελ άρχισε να μειώνεται, μειώνεται...μέχρι που το αυτοκίνητο μου σαν να προσγειώθηκε σε ένα σύννεφο από βαμβάκι, ακούμπησε στο έδαφος του νέου μου πλανήτη.  "Ωραία υποδοχή!", σκέφτηκα.  Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο και πατώ στο έδαφος, είναι τόσο μαλακό που νοιώθω ότι πετώ.. Κάνω ένα γύρο... είναι αρκετά μεγάλος ο πλανήτης μου, πολύ πιο μικρός από τη γη αλλά είναι δικός μου! Εξάλλου τι να κάνω ένα κομμάτι στη γη όταν μπορώ να έχω ολόδικο μου έναν πλανήτη;

Είναι άδειος.. δεν υπάρχει ψυχή.  Μόνο εγώ και το αυτοκίνητο μου με όλα εκείνα τα πράγματα που έφερα από τη γη.  Σαν να μετακομίζω στο καινούριο μου σπίτι βγάζω τις κούτες από το αυτοκίνητο και ξεχωρίζω αυτά που θα κρατήσω.  Το γήπεδο θα το τοποθετήσω εδώ και θα γίνονται κάθε μέρα συναυλίες στον πλανήτη μου!  Δίπλα θα βάλω εκείνα τα σκαλιά με τη υπέροχη θέα και πάνω τους τον πλανόδιο μουσικό μόνο του, έτσι όταν θέλω να ακούσω μουσική θα παίζει μόνο για μένα.  Η πόλη του φωτός θα είναι η πόλη μου, μια πόλη μόνο για μένα.  Σε μια άκρη θα βάλω την θάλασσα και την παραλία και δίπλα τους το δάσος.  Το πλοίο του Πήτερ Παν θα το βάλω να αιωρείται κάπου στον ουρανό και όταν θέλω να παίξω, η Τίνγκερμπελ θα με λούζει με την μαγική σκόνη και εγώ θα πετώ, θα ανεβαίνω στο πλοίο και θα παίζω με τα παιδιά, ίσως να πάμε και κανένα ταξίδι μαζί.   

Τέλος απλώνω το μαύρο σεντόνι στον ουρανό και τοποθετώ τα αστέρια και το φεγγάρι κάπου στο κέντρο.  Το αποφάσισα! Στον δικό μου πλανήτη θα είναι πάντα νύχτα, τουλάχιστον μέχρι να καταφέρω να κλέψω τον ήλιο από τη γη και να τον φέρω εδώ.  Τα υπόλοιπα πράγματα που έφερα δεν τα χρειάζομαι.  Θα τα βάλω πίσω στο αυτοκίνητο, θα κατεβάσω το χειρόφρενο και θα το σπρώξω να κυλήσει και να πέσει στο κενό.  Από εδώ και πέρα αυτός θα είναι ο κόσμος μου και τον πλανήτη μου θα τον ονομάσω Αερικό... Είναι το δικό μου κομμάτι αγάπης και θαύματος που θα κουβαλάω μαζί μου για πάντα για να με προστατεύει και να μου χαρίζει ένα καταφύγιο όταν γίνομαι μικρή σαν αυτόν.       

Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Σκοτάδι και Φως

Όταν ζεις στο σκοτάδι και συνηθίζεις να μένεις εκεί μόνος σου, το παραμικρό φως που θα μπει στο μικρό δωμάτιο σου θα σε ξαφνιάσει και θα σε φοβίσει.  Είσαι τόσο χωμένος στο σκοτάδι που δεν αντέχεις να βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη ή  μπορεί και να μην θέλεις να τον δεις.  Αποφεύγεις τους καθρέφτες,  δεν θέλεις να βλέπεις εκείνο το άγνωστο πρόσωπο που περιφέρεται μες το σπίτι σου και χρησιμοποιεί τα πράγματα σου.... που είναι τώρα εκείνο το πρόσωπο που έδειχναν παλιά;  Ένα χαμογελαστό και ξέγνοιαστο που είχε ζωή;  Που πήγε; Χάθηκε; Για πάντα;     

Έχεις κουραστεί με τον εαυτό σου, βαριέσαι να σηκωθείς από το κρεβάτι, δεν θέλεις να ανοίξεις την τηλεόραση να δεις τις φάτσες τους. Τις τόσο όμορφες... Με τόσο φως, ποιος είναι ψεύτικος και ποιος αληθινός; Σέρνεις τα πόδια σου μέχρι την μικρή κουζίνα για ένα ποτήρι νερό, δεν ανάβεις καν το φως, δεν θέλεις να δεις τον εαυτό σου να καθρεφτίζεται στο μικρό παραθυράκι του φωταγωγού.  Επιστρέφεις στο κρεβάτι και αρχίζεις να μετράς το ταβάνι.  Είναι όντως το ίδιο μέγεθος με το πάτωμα; Α ναι! Κοίτα! Εδώ είναι το μονό μου κρεβάτι, διπλά στη βιβλιοθήκη.  Εκεί είναι η ντουλάπα.  Στη γωνία το γραφείο με τη σπασμένη κόκκινη καρέκλα και δίπλα ο σκληρός καναπές.  Στη μέση είναι το τραπεζάκι φορτωμένο με βιβλία, εφημερίδες και διάφορα χαρτιά πεταμένα και τσαλακωμένα πάνω στα οποία βρίσκονται αποτυπωμένα τα κατακάθια του μυαλού και της ψυχής μου.  Ναι...ναι...  Τελικά το ταβάνι είναι το ίδιο μέγεθος με το πάτωμα.  Δεν είναι το ίδιο όμως.  Το πάτωμα είναι ξύλινο και τρίζει.  Ενώ το ταβάνι είναι λευκό με κορνίζα και στη μέση ακριβώς κρέμεται μια λάμπα. 

Η λάμπα αυτή κρέμεται εδώ και πολλούς μήνες λυπημένη, το καταλαβαίνω από το γκρίζο χρώμα της.  Μου κρατάει μούτρα νομίζω και δεν ανάβει είναι τώρα δέκα μήνες.  Επέμενε να φωτίζει αυτό το δωμάτιο, εγώ όμως δεν την ήθελα και άναβα κεριά.  Της ζήτησα συγγνώμη και την παρακάλεσα να ανάψει για μια νύχτα τουλάχιστον, αλλά δεν με συγχωρεί.  Δεν με συγχωρεί που προτίμησα τόσο καιρό να μένω στο σκοτάδι μου, κλεισμένη στο ίδιο δωμάτιο για μήνες.  Να μην μπορώ να βγω έξω.  Να μην θέλω.  Κι όταν  αποφασίζω να βγω, ο ήλιος που είναι φίλος της με χτυπάει στα μάτια και με προστάζει να ξαναμπώ μέσα.  Έτσι κι εγώ σαν τον τυφλοπόντικα επιστρέφω στην τρύπα μου.  Η λάμπα γελάει μαζί μου και εγώ για πείσμα δεν θα την φτιάξω για να μπορέσει να ανάψει ξανά, δεν την θέλω, θα μείνω στο σκοτάδι μου. 

Μήνες ολόκληρους ήμουν κλεισμένη σε εκείνη την γκαρσονιέρα κι αν έπρεπε να βγω το έκανα με τεράστια προσπάθεια γιατί είχα κλειστεί στον εαυτό μου.  Οι άλλοι... που να καταλάβουν τι έχεις εσύ...  Νομίζουν ότι είχες καμιά ερωτική απογοήτευση άμα σε βλέπουν έτσι.  Μακάρι όμως να ήταν έτσι... εν κάτι που περνά πιο εύκολα νομίζω απ’ ότι η μοναξιά.  Η μοναξιά δύσκολα ξεπερνιέται και η θλίψη.  Η θλίψη όσο αντιστέκεσαι νικάει... Σ’ όποιον την ρίχνει από το θρόνο, εσένα λεει θέλω μόνο... 

Άμα είσαι σε έτσι φάση, τζαι να έρτει το φως στη ζωή σου εν το καταλαβαίνεις. Τόσο καιρό μέσα στο σκοτάδι επείστηκες ότι τούτη εν η ζωή που σου αξίζει και τίποτε παραπάνω.  Τωρά γιατί να πιστέψεις πως τούτο που βλέπεις εν φως και να το διεκδικήσεις, να το κυνηγήσεις, και ότι ένεν απλά μια λάμψη που εννα φύει για  να σε αφήσει ξανά στο σκοτάδι για δεύτερη φορά;  Και αν προσπαθήσεις να το αγγίξεις και αυτό εξαφανιστεί; Κι αν προσπαθήσεις να το αγγίξεις και αυτό σε κάψει; Κι αν το αγγίξεις και δεν σου αρέσει τελικά;  Έτσι είναι... μιλάς μόνος σου, το αναλύεις και προσπαθείς να βγάλεις άκρη με το μυαλό σου που είναι επηρεασμένο από τους τέσσερις τοίχους που στενεύουν απειλητικά.  Και τελικά αφήνεις το λιγοστό φως να γλιστρήσει από τα χέρια σου και να χαθεί πιστεύοντας πως σίγουρα κάτι δεν πάει καλά με ‘σένα. 

Όταν άλλαξα παραστάσεις και ήρτα Κύπρο είπα πως εν πάει άλλο τούτη η κατάσταση πρέπει να κάμω κάτι για να την αλλάξω.  Ουσιαστικά όμως είμαι πάλε μόνη μου, το σκοτάδι ακολουθεί με και εγώ τούτη τη φορά ψάχνω να έβρω ένα παραθυράκι που να μπαίνει φως.  Βαρέθηκα να μένω στο σκοτάδι και να φοβάμαι.  Να φοβάμαι και να περιμένω κάποιον οποιονδήποτε να έρτει να με τραβήξει πίσω στο φως και τη ζωή και να μου δώσει όσα στερήθηκα τόσα χρόνια.  Πράγματα που αξίζω να ζήσω, που θέλω να ζήσω.  Θέλω να ζήσω!!!  Που έχω τόση δίψα που ακόμα και μια σταγόνα είναι καλοδεχούμενη, συμβιβάζομαι με οτιδήποτε φτάνει να μου χαρίσεις μια σταγόνα ζωής.  Δώσε μου ένα βλέμμα για δικό μου, δώσε μου μια αγκαλιά, δώσε μου ένα φιλί, ένα χάδι...κάτι... Εγώ τότε θα πετάξω μ’ ένα ιπτάμενο χαλί στα αστέρια και το φεγγάρι, τότε εγώ θα διασχίσω τους απέραντους δρόμους και θα μαζεύω στιγμές που θα μου δώσουν δύναμη και θάρρος να συνεχίσω να ζω έξω από το σκοτάδι από δω και πέρα.
Ξέρω ότι ζητάω πολλά...



Τώρα πια ξέρω θα χαθώ, η καρδιά κρύβει ένα βυθό που διψά για γλυκές στιγμές και σπάω.. Στέκομαι μπροστά σου κι αμέσως σε φιλάω...