Πότε εννα αλάξουν τα πράματα; Τζείνα που εν ίδια εδώ και πολλά χρόνια; Γιατί; Εγώ εν το αξίζω; Α; πέμου θεέ μου καλώ για τι αξίζω, για τι είμαι καλή; Γιατί είμαι τόσα χρόνια μόνη μου; Γιατί όσο περνά ο καιρός να νοιώθω πιο μόνη μου; Τούτον ήταν; Τόσα αξίζω; Εν με θωρείς που έχω τόσα να δώκω; Εβαρήθηκα! Που επήεν η αγάπη;
Γιατί κάθε μέρα να βλέπω ανθρώπους που ζητούν μόνο που μένα; Με μάτια γεμάτα αγωνία και απληστία; Λες και φταιω εγώ για την ζωή που έζησαν. Λες και πρέπει εγώ να τους δώκω τζείνα ούλα που έχασαν. Μα που εννα τα έβρω; Λες τζαι πρέπει εγώ να έβρω τζείνα ουλλα τα κομμάθκια ενός γυαλιού που εν σπασμένο δαμέ τζαι πάρα πολλά χρόνια τζαι να τα συναρμολογήσω. Αφού εξιχάσαμεν ήνταλως ήταν πριν. Λες και πρέπει να επανορθώσω εγώ για κάτι. Για τι όμως; Αφήστε μου τζαι εμένα τίποτε... εν με θωρείτε; Εν με λυπάστε; Αλλά κοιτάζετε με τζαι μόνο περιμένετε. Εν με βλέπετε. Εν με βλέπετε που κλαιω... ότι τζαι να νοιώσω κλαιω... σαν να είναι το μόνο πράμα που ξέρω να κάμνω. Που να το ξέρετε εσείς όμως... Τούτο το μαξιλάρι αν είχε στόμα να μιλήσει ήταν να σας πει πολλά. Πόσες φορές εσhιόνισε μέσα σε τούτο το δωμάτιο... πόσες νύχτες έκαμε νερά τζαι πλημμύρες χωρίς κανένας να πάρει χαπάρι. Ετρέχαν τα νερά μες τον διάδρομο τζαι εφώναζα τους να με αφήκουν να φύω... εν θέλω να πνιώ! Αλλά την άλλη μέρα τα ίδια πάλε... στρατιωτάκι... χωρίς να σε ρωτήσουν αν θέλεις να το κάμεις, αν μπορείς να το κάμεις. Πρέπει να το κάμεις! Αλλιώς τι θα είσαι; Ένα τίποτε! Μόνο άμα δουν τα μάτια σου λιο κόκκινα κάμνουν πως ξαφνιάζουντε και την κάνουν με ελαφρά αλλά επιδεικτικά πηδηματάκια. Πόσες φορές θέλω να τους φτύσω τα δάκρυα μες τα μούτρα τζαι να τους πω: δετε με!! Εγώ είμαι! Έτσι όπως εκατάντησα, έτσι όπως με καταντήσετε! Πού να σταθώ... ποιαν πέτρα να έβρω να κουμπήσω...
Οι πιο δικοί μου άνθρωποι εν έχουν ιδέα τι περνώ. Ούτε και θέλω να τους πω. Όσο πιο λία ξέρουν τόσο το καλύτερο. Θα έπρεπε να καταλάβουν όμως. Έπρεπε να καταλάβουν που μόνοι τους ότι είμαι αδύναμη. Ούτε έχω το κουράγιο να συζητήσω. Ότι είπαμε, είπαμε! Που δαμέ τζαι δα ότι καταλάβει ο καθένας. Τζαι ας πράξει ανάλογα.
Πόσο μόνη μου νοιώθω... εν τολμώ να πιαστώ που τίποτε. Εν θέλω να πιαστώ που τίποτε. θέλω κάποιος να με πιάσει εμένα. Να πιάσει το χέρι μου και να με οδηγήσει κάπου που εν θα εμπορούσα να πάω μόνη μου. Να με αγκαλιάσει και να νοιώθω ασφάλεια. Να μου δώσει φτερά τζαι να μου εξηγήσει πως χρησιμοποιούνται.
Πότε εννα έρτεις να πάμε έξω να ακούσουμε μουσική; Τζείνη τη μουσική που ξέρει μόνο ο ουρανός να παίζει το απόγευμα με το μαγικό βιολί του. Που ακολουθούν τα βουνά με τα κρουστά και ο ήλιος με την φανταστική μου κιθάρα. Η θάλασσα με την μαγική της φωνή, τζείνη που φκαίνει που τα έγκατα της γης. Τζείνη την μουσική που παίζουν τα φώτα της πόλης, τζαι παρακολουθούμεν τα που μακριά. Ή την μουσική που απλώνεται στα στενά δρομάκια του χωριού και το πλακόστρωτο, ή την μουσική που τρέσhει που τη βρύση.
Εκουράστηκα. Για πόσο εννα αντέξω ακόμα; Πόσον ακόμα; Πόσον δρόμο έχω; Τα δάκρυα κρούζουν ούλλο μου το πρόσωπο. Σε λλίο ενα πιάσουν φωθκιά.